στο λεξικό PONS
Li·mi·te <-, -n> [liˈmi:tə] ΟΥΣ θηλ CH (Limit)
- Limite
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Settlement-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
VaR-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stresstest-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Value-at-Risk-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.