στο λεξικό PONS
Auf·wand <-[e]s> [ˈaufvant] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Aufwand (Einsatz):
Auf·wands- und Er·trags·rech·nung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Aufwands- und Ertragsrechnung
-
Ist·auf·wand <-(e)s, ohne pl>, Ist-Auf·wand ΟΥΣ αρσ kein πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
periodengerechte Aufwands- und Ertragsrechnung phrase ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.