στο λεξικό PONS
I. prof·it [ˈprɒfɪt, αμερικ ˈprɑ:-] ΟΥΣ
1. profit (money earned):
II. prof·it [ˈprɒfɪt, αμερικ ˈprɑ:-] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. profit (gain financially):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
profit reduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
reduction ΟΥΣ handel
-
- Nachlass αρσ
reduction ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
reduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
reduction ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
profit ΡΉΜΑ αμετάβ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
| I | profit |
|---|---|
| you | profit |
| he/she/it | profits |
| we | profit |
| you | profit |
| they | profit |
| I | profited |
|---|---|
| you | profited |
| he/she/it | profited |
| we | profited |
| you | profited |
| they | profited |
| I | have | profited |
|---|---|---|
| you | have | profited |
| he/she/it | has | profited |
| we | have | profited |
| you | have | profited |
| they | have | profited |
| I | had | profited |
|---|---|---|
| you | had | profited |
| he/she/it | had | profited |
| we | had | profited |
| you | had | profited |
| they | had | profited |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.