στο λεξικό PONS
-
- Reduzierung θηλ <-, -en>
-
- Reduzierung θηλ <-, -en>
-
- Reduzierung θηλ <-, -en>
-
- Reduzierung θηλ <-, -en>
-
- Reduzierung θηλ <-, -en>
- slash in prices, costs
- Reduzierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.