στο λεξικό PONS
I. ˈout·right ΕΠΊΘ [ˈaʊtraɪt] προσδιορ, αμετάβλ
1. outright (total):
2. outright (undisputed):
II. ˈout·right ΕΠΊΡΡ [ˌaʊtˈraɪt] αμετάβλ
3. outright (directly):
gift [gɪft] ΟΥΣ
1. gift (present):
5. gift οικ (easy task):
6. gift (talent):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outright gift ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
outright ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- outrageously
- outran
- outrange
- outrank
- outré
- outright gift
- outright purchase
- outright transaction
- outro
- outrun
- outs