στο λεξικό PONS
ex·pense [ɪkˈspen(t)s, ek-] ΟΥΣ
1. expense (payment):
2. expense no pl (cost):
3. expense (reimbursed money):
4. expense μτφ:
expenses ΟΥΣ
-
- Lebenshaltungskosten ουσ πλ
expense ΟΥΣ
-
- Aufwand αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
notarial expenses ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- nostro flag
- nostrum
- nosy
- nosy parker
- not
- notarial expenses
- notarial fee
- notarization
- notarize
- notary
- notary public