I. no·ta·ri·ell [notaˈri̯ɛl] ΕΠΊΘ
- notariell
-
II. no·ta·ri·ell [notaˈri̯ɛl] ΕΠΊΡΡ
- notariell beglaubigt
-
- etw notariell beglaubigen
-
-
- notariell
-
- etw notariell beglaubigen lassen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.