στο λεξικό PONS
ˈmulti·floor ΕΠΊΘ
II. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
1. build (construct):
2. build μτφ:
apart·ment [əˈpɑ:tmənt, αμερικ əˈpɑ:r-] ΟΥΣ esp αμερικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
multifloor apartment building ΟΥΣ ΑΚΊΝ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
| I | build |
|---|---|
| you | build |
| he/she/it | builds |
| we | build |
| you | build |
| they | build |
| I | built |
|---|---|
| you | built |
| he/she/it | built |
| we | built |
| you | built |
| they | built |
| I | have | built |
|---|---|---|
| you | have | built |
| he/she/it | has | built |
| we | have | built |
| you | have | built |
| they | have | built |
| I | had | built |
|---|---|---|
| you | had | built |
| he/she/it | had | built |
| we | had | built |
| you | had | built |
| they | had | built |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- multicurrency note
- multicurrency peg
- multi-customer capability
- multi-dimensional
- multi-disciplinary
- multifloor apartment building
- multi-form
- multifunctional
- multigrade
- multigym
- multihull