στο λεξικό PONS
rod [rɒd, αμερικ rɑ:d] ΟΥΣ
2. rod:
7. rod esp βρετ ιστ:
8. rod αμερικ οικ (gun):
ιδιωτισμοί:
I. fuel [ˈfju:əl, αμερικ also fju:l] ΟΥΣ
1. fuel no pl (power source):
2. fuel (petrol):
3. fuel (type of fuel):
II. fuel <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈfju:əl, αμερικ also fju:l] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fuel usu passive (provide with fuel):
2. fuel μτφ (increase):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
fuel rods ΟΥΣ
| I | fuel |
|---|---|
| you | fuel |
| he/she/it | fuels |
| we | fuel |
| you | fuel |
| they | fuel |
| I | fuelled / αμερικ fueled |
|---|---|
| you | fuelled / αμερικ fueled |
| he/she/it | fuelled / αμερικ fueled |
| we | fuelled / αμερικ fueled |
| you | fuelled / αμερικ fueled |
| they | fuelled / αμερικ fueled |
| I | have | fuelled / αμερικ fueled |
|---|---|---|
| you | have | fuelled / αμερικ fueled |
| he/she/it | has | fuelled / αμερικ fueled |
| we | have | fuelled / αμερικ fueled |
| you | have | fuelled / αμερικ fueled |
| they | have | fuelled / αμερικ fueled |
| I | had | fuelled / αμερικ fueled |
|---|---|---|
| you | had | fuelled / αμερικ fueled |
| he/she/it | had | fuelled / αμερικ fueled |
| we | had | fuelled / αμερικ fueled |
| you | had | fuelled / αμερικ fueled |
| they | had | fuelled / αμερικ fueled |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.