I. fu·gi·tive [ˈfju:ʤətɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
II. fu·gi·tive [ˈfju:ʤətɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. fugitive προσδιορ, αμετάβλ (escaping):
- fugitive
-
- fugitive offender
-
2. fugitive λογοτεχνικό (fleeting):
- fugitive
-
- fugitive impressions
-
- uncatchable fugitive
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.