στο λεξικό PONS
ex·ecu·tive ˈses·sion ΟΥΣ αμερικ
ses·sion [ˈseʃən] ΟΥΣ
1. session:
2. session (period for specific activity):
4. session ΜΟΥΣ:
5. session αμερικ, σκοτσ:
I. ex·ecu·tive [ɪgˈzekjətɪv, eg-, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ
1. executive (manager):
2. executive + ενικ/pl ρήμα:
3. executive (in law office):
II. ex·ecu·tive [ɪgˈzekjətɪv, eg-, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. executive (administrative):
2. executive (managerial):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
executive ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.