στο λεξικό PONS
ad·verse [ˈædvɜ:s, αμερικ ædˈvɜ:rs] ΕΠΊΘ προσδιορ
2. adverse (unfavourable):
3. adverse ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
im·mune [ɪˈmju:n] ΕΠΊΘ κατηγορ
2. immune μτφ (not vulnerable):
3. immune ΠΟΛΙΤ, ΝΟΜ (exempt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
reaction ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
adverse immune reaction [ˌædvɜːsɪˈmjuːnrɪækʃn] ΟΥΣ
adverse ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- adverbial
- advergame
- advergaming
- adversarial
- adversary
- adverse immune reaction
- adversely
- adverse reaction
- adverse selection
- adverse trait
- adversity