στο λεξικό PONS
un·er·wünscht [ˈʊnʔɛɐ̯vʏnʃt] ΕΠΊΘ
1. unerwünscht (nicht willkommen):
- unerwünscht
-
2. unerwünscht (lästig):
- unerwünscht
-
unerwünscht ΕΠΊΘ
- unerwünscht
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- unerwünscht
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.