στο λεξικό PONS
Janu·ary [ˈʤænjuəri, αμερικ -jueri] ΟΥΣ
I. Feb·ru·ary [ˈfebruəri, -juəri, αμερικ -ru:eri] ΟΥΣ
II. Feb·ru·ary [ˈfebruəri, -juəri, αμερικ -ru:eri] ΟΥΣ modifier
I. manu·al [ˈmænjuəl] ΕΠΊΘ
1. manual (done with hands):
II. manu·al [ˈmænjuəl] ΟΥΣ
1. manual (book):
2. manual ΑΥΤΟΚ (vehicle):
in·ˈstruc·tion manu·al ΟΥΣ
ˈop·er·at·ing manu·al ΟΥΣ
teach·er's ˈmanu·al ΟΥΣ ΣΧΟΛ
Janus-faced ΕΠΊΘ
manual worker ΟΥΣ
-
- Handarbeiter αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
January effect ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Januareffekt αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
manual labour
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
manual control ΥΠΟΔΟΜΉ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.