Hand·ar·beit <-, ohne pl -, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Handarbeit (von Hand gefertigter Gegenstand):
3. Handarbeit:
Hand·ar·bei·ten ΟΥΣ ουδ kein πλ
-
- Handarbeit θηλ <-> kein pl
-
- Handarbeit θηλ <-, -en>
-
- Handarbeit θηλ <-, -en>
-
- Handarbeit θηλ <-, -en>
-
- Handarbeiten ουδ
-
- Handarbeit θηλ <-> kein pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.