στο λεξικό PONS
I. wood [wʊd] ΟΥΣ
1. wood no pl (material from trees):
3. wood (forest):
4. wood (golf club):
-
- Holzschläger αρσ
5. wood no pl (container):
ιδιωτισμοί:
sys·tem [ˈsɪstəm] ΟΥΣ
1. system (network):
3. system (method of organization):
4. system ΑΣΤΡΟΝ:
5. system (way of measuring):
7. system ΙΑΤΡ:
8. system μειωτ:
mon·etary [ˈmʌnɪtəri, αμερικ ˈmɑ:nəteri] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
monetary ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.