stiehl [ʃti:l] ΡΉΜΑ
stiehl προστακτ ενικ von stehlen
I. steh·len <stiehlt, stahl, gestohlen> [ˈʃte:lən] ΡΉΜΑ μεταβ
ιδιωτισμοί:
II. steh·len <stiehlt, stahl, gestohlen> [ˈʃte:lən] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. steh·len <stiehlt, stahl, gestohlen> [ˈʃte:lən] ΡΉΜΑ μεταβ
ιδιωτισμοί:
II. steh·len <stiehlt, stahl, gestohlen> [ˈʃte:lən] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.