στο λεξικό PONS
Stiel <-[e]s, -e> [ʃti:l] ΟΥΣ αρσ
1. Stiel (Handgriff, langer Stab):
3. Stiel (Stück zwischen Fuß und Kelch):
- Stiel
-
-
- Stiel αρσ <-(e)s, -e>
-
- Stiel αρσ <-(e)s, -e>
-
- Stiel αρσ <-(e)s, -e>
- sprig of parsley
- Stiel αρσ <-(e)s, -e>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Stiel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.