I. sau·ber [ˈzaubɐ] ΕΠΊΘ
1. sauber (rein):
7. sauber (anständig):
II. sau·ber [ˈzaubɐ] ΕΠΊΡΡ
1. sauber (sorgfältig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.