στο λεξικό PONS
I. ein·deu·tig [ˈaindɔytɪç] ΕΠΊΘ
1. eindeutig (unmissverständlich):
2. eindeutig (unzweifelhaft):
II. ein·deu·tig [ˈaindɔytɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- eindeutiges Anzeichen
-
- eindeutiges [o. klares] Wahlergebnis
-
- [eindeutiges] Angebot ευφημ
- to proposition sb
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.