στο λεξικό PONS
 
  
 Kon·trol·le <-, -n> [kɔnˈtrɔlə] ΟΥΣ θηλ
1. Kontrolle (Überprüfung):
2. Kontrolle (passive Überwachung):
3. Kontrolle (aktive Überwachung):
4. Kontrolle (Kontrollstelle):
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Gesetz zur Kontrolle und Transparenz im Unternehmensbereich ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
 
  
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
