στο λεξικό PONS
Agent pro·vo·ca·teur <- -, -s -s> [aˈʒã: provokaˈtø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- jdn [in etw αιτ/nach ...] einschleusen Agenten, Spione
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Agent ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Placing Agent ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Fiscal Agent ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Principal-Agent-Problematik ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Agenten in ein Land einschmuggeln
- Agenten in ein Land einschmuggeln
- jdn [in etw αιτ/nach ...] einschleusen Agenten, Spione