I. stock [βρετ stɒk, αμερικ stɑk] ΟΥΣ
1. stock U (in shop, warehouse):
2. stock (supply, store, accumulation):
4. stock (descent):
10. stock ΜΌΔΑ:
-
- lavallière θηλ
II. stocks ΟΥΣ ουσ πλ
2. stocks ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
III. stock [βρετ stɒk, αμερικ stɑk] ΕΠΊΘ
IV. stock [βρετ stɒk, αμερικ stɑk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. stock ΕΜΠΌΡ (sell):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.