Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. ouvr|ier (ouvrière) [uvʀije, ɛʀ] ΕΠΊΘ
II. ouvr|ier (ouvrière) [uvʀije, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
IV. ouvr|ier (ouvrière) [uvʀije, ɛʀ]
V. ouvr|ier (ouvrière) [uvʀije, ɛʀ]
outil [uti] ΟΥΣ αρσ ΤΕΧΝΟΛ
I. œuvre [œvʀ] ΟΥΣ αρσ (ensemble spécifié)
II. œuvre [œvʀ] ΟΥΣ θηλ
1. œuvre:
2. œuvre (besogne):
III. œuvre [œvʀ]
στο λεξικό PONS
I. ouvrier (-ière) [uvʀije, -ijɛʀ] ΕΠΊΘ
I. ouvrier (-ière) [uvʀije, -ijɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.