Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
artère [aʀtɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. artère ΑΝΑΤ:
2. artère (voie):
mystère [mistɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. mystère (énigme):
2. mystère (fait de cacher):
critère [kʀitɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. critère:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.