Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
artère [aʀtɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. artère ΑΝΑΤ:
2. artère (voie):
- artère
-
- pulmonaire artère, veine
-
- sectionner membre, artère
-
στο λεξικό PONS
artère [aʀtɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. artère ΑΝΑΤ:
- artère
-
2. artère (voie de communication en ville):
- artère
-
- sectionner artère, fil
-
-
- artère θηλ
-
- artère θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.