artère [aʀtɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. artère ΑΝΑΤ:
- artère
- Arterie θηλ
2. artère (voie de communication):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.