hémorroïd|al (hémorroïdale) <αρσ πλ hémorroïdaux> [emɔʀɔidal, o] ΕΠΊΘ
1. hémorroïdal ΙΑΤΡ:
- hémorroïdal (hémorroïdale)
- haemorrhoidal βρετ
2. hémorroïdal ΑΝΑΤ:
- hémorroïdal (hémorroïdale) artère, nerf
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.