Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
austère [ɔstɛʀ, ostɛʀ] ΕΠΊΘ
- austère personne, éducation, allure, vie, économie
-
- austère expression, visage
-
- austère vêtement
-
- austère monument, lieu
-
- austère livre
-
στο λεξικό PONS
austère [ostɛʀ] ΕΠΊΘ
- austère
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.