Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mystère [mistɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. mystère (énigme):
2. mystère (fait de cacher):
4. mystère ΙΣΤΟΡΊΑ (rite):
- mystère
-
- insondable abîme, mystère
-
- innommable mystère
-
στο λεξικό PONS
- un mystère incompréhensible
-
- insondable mystère, pensée
-
- éclaircissement d'un mystère
-
- s'éclaircir mystère
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.