Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
qualification [βρετ ˌkwɒlɪfɪˈkeɪʃ(ə)n, αμερικ ˌkwɑləfəˈkeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. qualification:
2. qualification βρετ (graduation):
3. qualification (restriction):
4. qualification ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (eligibility):
5. qualification ΓΛΩΣΣ:
residential qualification ΟΥΣ
qualification share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.