στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
wt ΟΥΣ
wt → weight
- wt
-
I. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt] ΟΥΣ
1. weight (heaviness):
3. weight (object of a fixed heaviness):
4. weight (credibility, influence):
5. weight (importance, consideration) μτφ:
II. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. weight (put weights):
- weight net, hem, dart, arrow, boat
-
2. weight (bias):
στο λεξικό PONS
wt. ΟΥΣ
wt. συντομογραφία: weight
- wt.
- peso αρσ
I. weight [weɪt] ΟΥΣ
1. weight (amount weighed):
3. weight (value, importance):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.