στο λεξικό PONS
length [ˈleŋ(k)θ] ΟΥΣ
1. length no pl (measurement):
2. length (piece):
3. length (winning distance):
5. length no pl (duration):
6. length ΓΛΩΣΣ:
I. tran·si·tion [trænˈzɪʃən] ΟΥΣ
1. transition:
2. transition ΜΟΥΣ:
II. tran·si·tion [trænˈzɪʃən] ΡΉΜΑ αμετάβ ΒΙΟΛ (change sexes)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
transition ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Übergang αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
transition [trænˈzɪʃn] ΟΥΣ ΒΙΟΛ
-
- Transition (Austausch: Purin gegen Purin, Pyrimidin gegen Pyrimidin)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
transition length ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.