στο λεξικό PONS
I. tol·er·ance [ˈtɒlərən(t)s, αμερικ ˈtɑ:lɚ-] ΟΥΣ
1. tolerance no pl (open-mindedness):
2. tolerance (capacity to endure):
3. tolerance (in quantity, measurement):
II. tol·er·ance [ˈtɒlərən(t)s, αμερικ ˈtɑ:lɚ-] ΟΥΣ modifier
-
- Toleranzschwelle θηλ
mar·gin [ˈmɑ:ʤɪn, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ
1. margin (outer edge):
2. margin (amount):
3. margin (provision):
4. margin ΟΙΚΟΝ:
5. margin ΧΡΗΜΑΤΟΠ (deposit):
6. margin ΧΡΗΜΑΤΟΠ (difference between paid and charged interest):
-
- Zinsspanne θηλ
margin ΟΥΣ
-
- Bruttogewinn αρσ
-
- Deckungsbeitrag αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tolerance margin ΟΥΣ CTRL
margin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
margin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
margin ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- token charge
- tokenism
- tokenization
- token passing
- tolar
- tolerance margin
- tolerant
- tolerantly
- tolerate
- toleration
- toll