στο λεξικό PONS
specu·la·tive [ˈspekjələtɪv, αμερικ -leɪt̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. speculative (conjectural):
2. speculative ΧΡΗΜΑΤΟΠ (risky):
op·por·tu·nity [ˌɒpəˈtju:nəti, αμερικ ˌɑ:pɚˈtu:nət̬i] ΟΥΣ
1. opportunity (occasion):
2. opportunity (for advancement):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
speculative opportunity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- speculation
- speculation time limit
- speculation tool
- speculative
- speculative bargain
- speculative opportunity
- speculator
- speculum
- sped
- speech
- speech act