στο λεξικό PONS
I. shod [ʃɒd, αμερικ ʃɑ:d] ΡΉΜΑ
shod παρελθ, μετ παρακειμ of shoe
II. shod [ʃɒd, αμερικ ʃɑ:d] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. shoe [ʃu:] ΟΥΣ
1. shoe (for foot):
ιδιωτισμοί:
shod ΕΠΊΘ
- shod (animal)
-
I. shoe [ʃu:] ΟΥΣ
1. shoe (for foot):
ιδιωτισμοί:
ˈshoe shop, ˈshoe store ΟΥΣ
ˈbrake shoe ΟΥΣ
ˈpoint shoe ΟΥΣ
-
- Ballettschuh αρσ
hot shoe ΟΥΣ
-
- Blitzschuh αρσ
cold shoe ΟΥΣ
-
- Zubehörschuh αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
green shoe ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
footwear industry, shoe industry ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.