στο λεξικό PONS
pri·vate in·di·ˈvid·ual ΟΥΣ ΝΟΜ
I. in·di·vid·ual [ˌɪndɪˈvɪʤuəl] ΟΥΣ
1. individual (single person):
2. individual επιβεβαιωτ (distinctive person):
II. in·di·vid·ual [ˌɪndɪˈvɪʤuəl] ΕΠΊΘ
1. individual προσδιορ, αμετάβλ (separate):
2. individual (particular):
3. individual (distinctive, original):
I. pri·vate [ˈpraɪvɪt, αμερικ -vət] ΕΠΊΘ
1. private αμετάβλ (personal):
2. private (not open to public):
4. private (not social):
6. private αμετάβλ (not governmental):
II. pri·vate [ˈpraɪvɪt, αμερικ -vət] ΟΥΣ
1. private no pl (not in public):
2. private οικ (genitals):
- privates pl
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
private individual ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
individual ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Person θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
individual
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.