στο λεξικό PONS
 
 selbst·stän·dig, selb·stän·dig ΕΠΊΘ
1. selbstständig (eigenständig):
2. selbstständig (beruflich unabhängig):
ιδιωτισμοί:
-  selbstständige Erwerbstätigkeit
 -  
 
 
 -  
 -  eine als Gebietskörperschaft anerkannte rechtlich selbstständige Stadt/Gemeinde
 
-  
 -  [selbstständige] Weiterbildung
 
-  
 -  selbstständige Begleitstimme ουδ
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 selbstständig ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
 
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.