στο λεξικό PONS
free·lanc·er [ˈfri:lɑ:n(t)səʳ, αμερικ -læn(t)sɚ] ΟΥΣ
- freelancer
-
- freelancer
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
freelancer ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- freelancer
-
- freelancer
-
- Freiberufler(in)
- freelancer
-
- freelancer
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.