στο λεξικό PONS
Ge·biets·kör·per·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
-
- Gebietskörperschaft θηλ <-, -en>
-
- eine als Gebietskörperschaft anerkannte rechtlich selbstständige Stadt/Gemeinde
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Gebietskörperschaft ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
- Gebietskörperschaft
-
- Gebietskörperschaft
-
-
- Gebietskörperschaft θηλ
-
- Gebietskörperschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- eine als Gebietskörperschaft anerkannte rechtlich selbstständige Stadt/Gemeinde