

I. ei·gen·tüm·lich [ˈaign̩ty:mlɪç] ΕΠΊΘ
1. eigentümlich (merkwürdig):
2. eigentümlich τυπικ (typisch):
- jdm/etw eigentümlich
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.