στο λεξικό PONS
sale [seɪl] ΟΥΣ
1. sale (act of selling):
2. sale (amount sold):
3. sale (at reduced prices):
4. sale (auction):
5. sale pl (department):
I. pri·ma·ry [ˈpraɪməri, αμερικ -meri] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. primary (principal):
2. primary (not derivative):
3. primary esp βρετ, αυστραλ (education):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
primary sales ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Erstabsatz αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.