στο λεξικό PONS
'primary ovarian failure ΟΥΣ ειδικ ορολ
fail·ure [ˈfeɪljəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. failure no pl (lack of success):
2. failure ΕΜΠΌΡ (bankruptcy):
3. failure (unsuccessful thing):
4. failure no pl (omission):
5. failure ΤΕΧΝΟΛ, ΗΛΕΚ (breakdown):
I. pri·ma·ry [ˈpraɪməri, αμερικ -meri] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. primary (principal):
2. primary (not derivative):
3. primary esp βρετ, αυστραλ (education):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
failure ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Ausfall αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.