στο λεξικό PONS
physi·cals [ˈfɪzɪkəlz] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- physicals
- Waren pl
I. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΕΠΊΘ
1. physical (of the body):
2. physical (sexual):
3. physical αμετάβλ (material):
4. physical αμετάβλ (of physics):
II. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
physi·cal ap·ˈpear·ance ΟΥΣ
physi·cal ex·ami·ˈna·tion ΟΥΣ
physi·cal ˈsci·ences ΟΥΣ πλ
non-ˈphysi·cal ΕΠΊΘ αμετάβλ
physi·cal ˈdis·tanc·ing ΟΥΣ ΙΑΤΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
physical asset ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
physical production ΟΥΣ CTRL
physical delivery ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
physical capital ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
physical weathering
physical-geographical region
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
physical map ΟΥΣ (distance in bp, kbp or Mbp)
physical attack ΟΥΣ
physical mutagen ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
physical handicaps
physical phenomena
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.