στο λεξικό PONS
ˈloss pre·ven·tion ΟΥΣ no pl (insurance)
pre·ven·tion [prɪˈven(t)ʃən] ΟΥΣ no pl
- prevention of disaster
-
- prevention of accident
-
- prevention of crime
-
- prevention of illness
-
- prevention of illness
-
loss <pl -es> [lɒs, αμερικ lɑ:s] ΟΥΣ
1. loss (instance of losing):
3. loss ΟΙΚΟΝ:
4. loss (sb/sth lost):
loss ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
loss prevention ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
prevention ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Vorbeugung θηλ
-
- Prophylaxe θηλ
loss ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
-
- Schadensfall αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.