στο λεξικό PONS
lev·el·er ΟΥΣ αμερικ
leveler → leveller
lev·el·ler, αμερικ lev·el·er [ˈlevələʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl λογοτεχνικό
lev·el·ler, αμερικ lev·el·er [ˈlevələʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl λογοτεχνικό
li·bel·lous, αμερικ li·bel·ous [ˈlaɪbələs] ΕΠΊΘ
I. li·bel [ˈlaɪbəl] ΝΟΜ ΟΥΣ
1. libel no pl (crime):
II. li·bel <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈlaɪbəl] ΝΟΜ ΡΉΜΑ μεταβ
-
- jdn [schriftlich] verleumden
ˈli·bel case ΟΥΣ ΝΟΜ
ˈli·bel laws ΟΥΣ πλ
lib·er·ty [ˈlɪbəti, αμερικ -ɚt̬i] ΟΥΣ
1. liberty no pl (freedom):
2. liberty (incorrect behaviour):
3. liberty τυπικ (legal rights):
- liberties pl
- Grundrechte pl
- liberties pl
- Bürgerrechte pl
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
celery family [ˌselrifˈfæmlɪ], carrot family, apiaceae [ˈapɪəsɪə] (formerly umbelliferae)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.