στο λεξικό PONS
lien [li:ən, αμερικ li:n] ΟΥΣ ΝΟΜ
I. gen·er·al [ˈʤenərəl] ΕΠΊΘ
1. general (widespread):
2. general (for everybody):
3. general (unspecific):
4. general (wide):
5. general (not detailed):
6. general προσδιορ (main):
7. general after ουσ (in titles):
general
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
general lien ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.