στο λεξικό PONS
for·eign ˈas·sets ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
foreign assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
net foreign assets ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
foreign exchange asset ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
foreign currency assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ
-
- Asset ουδ
assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ
assets ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Anlagevolumen ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
foreign, alien ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.