στο λεξικό PONS
con·sump·tion [kənˈsʌm(p)ʃən] ΟΥΣ no pl
1. consumption:
2. consumption (eating, drinking):
3. consumption (purchase):
5. consumption no pl ΙΑΤΡ:
- consumption dated
-
I. fi·nal [ˈfaɪnəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. final προσδιορ (last):
2. final (decisive):
II. fi·nal [ˈfaɪnəl] ΟΥΣ
1. final (concluding match):
3. final βρετ (series of exams):
4. final αμερικ (exam):
5. final ΕΚΔ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ, ΜΜΕ:
-
- Spätausgabe θηλ
6. final ΜΟΥΣ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
final consumption ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
total final energy consumption (tfec)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.