στο λεξικό PONS
ca·pac·ity uti·li·ˈza·tion ΟΥΣ
 
  
  
  
 I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
-  industrial [or manufacturing][or production]capacity
-  
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
uti·li·za·tion [ˌju:təlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -t̬əlɪˈ-] ΟΥΣ no pl τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capacity utilization ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
utilization ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
utilisation βρετ, utilization αμερικ [ˌjuːtlaɪˈzeɪʃn] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
utilisation
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
